παρακάλι(ο)

παρακάλι(ο)
τό
1) просьба, мольба;

δεν παίρνω από παρακάλια — быть неумолимым;

2) вымаливание, выпрашивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παρακάλι(ο)" в других словарях:

  • παρακάλι — παρακάλι, το και παρακάλιο, το η παράκληση, η παρακάλεση, το παρακάλεσμα: Με τα παρακάλια δε γίνεται τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακάλι — και παρακάλιο, το συν. στον πληθ. τα παρακάλια λόγια με τα οποία ζητάει κανείς από άλλον να κάνει κάτι για χάρη του, οι παρακλήσεις, οι ικεσίες («τα πολλά τα παρακάλια τά βαριούνται και οι άγιοι», παροιμ. φρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπαρακάλι — το η θερμή παράκληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμοπαρακαλώ, υποχωρητ. (πρβλ. παρακάλι[ο] < παρακαλώ)] …   Dictionary of Greek

  • παρακάλεσμα — το, ΝΜ, παρακάλεμα Ν [παρακαλώ] μουσ. ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής νεοελλ. ικεσία, παράκληση, παρακάλι …   Dictionary of Greek

  • παρακαλετό — το παράκληση, ικεσία, παρακάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. παρακαλε(σ)τός] …   Dictionary of Greek

  • παρακάλεση — η παρακάλεσμα, παράκληση, παρακάλι: Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακαλετό — το η παράκληση, το παρακάλι, η ικεσία: Με τα παρακαλετά δε θέλω εργάτες στη δουλειά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»